ενισκήπτω

ενισκήπτω
ἐνισκήπτω (Α)
ποιητ. τ. τού ενσκήπτω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”